Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ "BLADE RUNNER FINAL CUT"






Είναι εύκολο να χαθείς ανάμεσα στις διάφορες εκδόσεις του "Blade Runner". Από το 1982 (που κυκλοφόρησε)  μέχρι σήμερα έχει 5 επίσημες εκδόσεις, με μεγάλες ή και μικρές αποκλίσεις μεταξύ τους στις οποίες οι δημιουργοί είχαν μικρό λόγο. 

Το παραπλανητικά ονομαζόμενο «Directors Cut» που κυκλοφόρησε το 1991 ήταν απλά βασισμένο σε σημειώσεις του Scott και με καμιά ανάμιξη από τον ίδιο. Τουλάχιστον ο σκηνοθέτης επανέφερε το τέλος που ήθελε και αφαιρέθηκε η αφήγηση κατά την διάρκεια της ταινίας. 

Το 2007 ο Ridley Scott θέλησε να βάλει ένα τέλος και επέβλεψε το “Final Cut”, όπου και είναι αυτό που αποτελεί την αφορμή για αυτή την σύντομη ματιά σε αυτό το αριστούργημα.



Ας ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα.
Γιατί όλος αυτός ο χαμός με τις διαφορετικές εκδόσεις; 
Η απάντηση είναι απλή. 
Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και το studio φοβήθηκε ότι δεν θα καταλάβει ο κόσμος τίποτα. Όχι βέβαια ότι άλλαξαν και πολλά πράγματα με την κοπτοραπτική καθώς όταν προβλήθηκε ήταν εμπορική αποτυχία (ειδικά στη βόρειο Αμερική), ενώ δίχασε και τους κριτικούς. Τα πράγματα άλλαξαν όταν κυκλοφόρησε στη νεοσύστατη, τότε, αγορά του βίντεο, όπου απέκτησε cult status, για να μιλάμε πλέον για μια κλασσική ταινία με τεράστια επιρροή και εκτός κινηματογράφου (λόγου χάρη στο cyberpunk).

Η παραγωγή είχε προβλήματα από την αρχή, από το ξεκίνημα της ιδέας να γίνει ταινία το βιβλίο του P.K DickDo androids dream of an electric sheep?”.  
Ο Dick χαρακτηριζόταν ως παράξενος και ιδιόρρυθμος, γιατί δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο Hollywood (…) για το πως θα διαχειριστεί το έργο του.  Ο παραγωγός Michael Deeley έχοντας και περγαμηνές για την δουλειά του όπως στο Deer Hunter, The Italian Job, The Man Who Fell To Earth, κατάφερε να τον πείσει. Στο άρμα της παραγωγής τότε προστέθηκε ο Ridley Scott, που όταν κατέρρευσε η προσπάθεια του να γυρίσει το Dune και τον ταυτόχρονο θάνατο του μεγάλου του αδερφού, αναζήτησε ένα εύκολο project να καταπιαστεί, ώστε να ξεχαστεί. Πιο έξω, σίγουρα, δεν θα μπορούσε να πέσει όπως θα δούμε αργότερα.
 
Επιστολή του Dick σχετικά με το "Blade Runner"
Η επιλογή του πρωταγωνιστή ήταν το επόμενο ένα θέμα. 
Ο Harrison Ford δεν ήταν ο πρώτος στη λίστα. Όσο και αν φαίνεται δύσκολο πλέον να το φανταστεί κάποιος, δοκιμαστικά είχε ξεκινήσει ο Dustin Hoffman μέχρι που τελικά να καταλήξουν ότι είχαν διαφορετική οπτική για την ταινία. 
Ο Ford όντας στο απόγειο της καριέρας του, με τα "Star Wars" και τον "Indiana Jones", ήθελε μια ταινία με δραματικό βάθος, πράγμα που το πέτυχε, όπως επιπλέον κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τις προηγούμενες του δουλειές. Η low key η ερμηνεία του φέρνει ποιότητα και δίνει βάθος στο χαρακτήρα του Deckard.

Καλώς ή κακώς όμως τις εντυπώσεις τις κερδίζει ο Rutger Hauer
Ήταν η εύκολη επιλογή στο casting. Ήταν τα πρώτα του βήματα τότε στο Holywood και όμως ήταν ατρόμητος, όχι τόσο στους ρόλους που επέλεγε, αλλά στις ερμηνείες του που ήταν πολλές φορές ανώτερες από ίδιο του το υλικό. Σε τούτη τη ταινία, έδωσε το καλλιτεχνικό του στίγμα, μετουσιώνοντας ένα ανδροειδές-πολεμική μηχανή (με άλλο σκηνοθέτη και ηθοποιό άνετα θα κατέληγε σε …Terminator), σε ένα ον που προσπαθεί να αποκτήσει τα ανώτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Εδώ είναι μία από τις περιπτώσεις που βρήκε ταινία αντάξια του, και που όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι ότι καλύτερο έχει γυρίσει. Έδωσε στοιχεία και ιδέες στο χαρακτήρα, που ώθησαν τη ταινία σε μια άλλη διάσταση κλέβοντας έτσι την παράσταση (όπως κάνει πάντα η αλήθεια όταν βρίσκεται στο γυαλί).


Ακόμα και ο παραμικρός ρόλος είχε την σημασία του στον κόσμο του Βlade Runner
Για παράδειγμα ο Edward James Olmos μπορεί να είχε μικρή συμμετοχή αλλά κάθε ιδέα για το πως θα μιλήσει και σε ποια γλώσσα (δεν έλεγε ασυναρτησίες αλλά χρησιμοποίησε μια παραλλαγή της Esperanto) και το πώς θα ντυθεί, ήταν καθαρά δίκη του εργασία και έτσι κατάφερε να δώσει βάρος στην ερμηνεία του, ακόμα και στα “15 λεπτά” που εμφανίζεται συνολικά.
Αυτό ίσχυε και για κάθε μέλος του casting. Δεν υπάρχει ούτε ένας που απλά να φεύγει αδιάφορα. 
Χωρίς να δίνεται exposition, χωρίς φλυαρίες, μπορούμε να νοιαστούμε και να σχηματίσουμε εικόνα για κάθε έναν ξεχωριστά (πόσο χρόνο στη ταινία είχε ο Κινέζος κατασκευαστής ματιών, ή το «αφεντικό» του Deccard).


Όλοι οι χαρακτήρες πλαισιώνονται από την εικαστική ματιά του σκηνοθέτη. Κάθε εικόνα έχει μια ιστορία να πει, κάθε πλάνο έχει μέσα του ένα κόσμο που λες και υπήρχε εκεί από πάντα και έχει βιώσει γραμμική εξέλιξη. Σίγουρα η ομάδα των οπτικών εφέ έδωσε τον καλύτερό της εαυτό. Τα πάντα σε μακέτες και τα πάντα τόσο μα τόσο πιστευτά, που  κοιτάνε στα μάτια ακόμα και τι καλύτερες CGI δουλείες του σήμερα.
Ο κόσμος της ταινίας δεν είναι ρεαλιστικός με βάση την σημερινή πραγματικότητα αλλά είναι ρεαλιστικός με την πραγματικότητα της ταινίας στην οποία έχεις βυθιστεί. Οι υπνωτικοί φωτισμοί και ήχοι, είναι τα όπλα του σκηνοθέτη, που έμαθε να τα χειρίζεται στην εντέλεια, από το παρελθόν του στη διαφήμιση.
Ο Scott για χρόνια διατηρούσε διαφημιστική εταιρία με τα αδέρφια του, με μεγάλη επιτυχία. Όταν όμως έχεις όραμα, θες κάτι πολύ περισσότερο από το να χρησιμοποιείς την τεχνική σου για τους άλλους, θες να παράγεις τέχνη και το "Blade Runner" δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα έργο τέχνης, για το οποίο εργάστηκαν εκατοντάδες άτομα (400-500 άτομα ήταν μόνο οι χτίστες και οι μαραγκοί....).


Μένοντας ακόμα στα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για  τη μουσική του Vangelis, που θα στέκει για πάντα ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές αυτού του μουσουργού. Άλλες φορές noir άλλες φορές με ethnic χρώματα  πάντα όμως με αγνή προοδευτική αντίληψη, ακολουθεί τις βασικές ιδέες του σεναρίου και λειτουργεί ως καταλυτής στο να διεισδύσουμε στο σκοτεινό, αποπνιχτικό, γεμάτο μοναξιά και υπαρξιακά αδιέξοδα, κόσμο του "Blade Runner".


Το σενάριο όπως διαμορφωνόταν και οι ιδέες του Scott είναι φαινομενικά μακριά από το βιβλίο όπως και από τις ιδέες του πρώτου σεναρίου, αλλά η ψυχή και ο κόσμος που είχε χτίσει στο μυαλό του o Dick ήταν εκεί. 
Λίγο πριν πεθάνει παραδέχτηκε επίσημα την αρτιότητα του όλου εγχειρήματος (δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει για να το δει ολοκληρωμένο). Εκεί όμως, στις δοκιμαστικές προβολές, όσο ο σκηνοθέτης κέρδιζε το στοίχημα με το όραμα του, έχανε την υποστήριξη του studio, όπου ακούγονταν απίστευτες ατάκες του τύπου “This movie gets worse every screening,” , “Deadly Dull” , “More Tits!”.

Στο χώρο των γυρισμάτων δε, επικρατούσε χάος. Όλα τα γυρίσματα γίνονταν βράδυ, μέσα σε ένα χαμό λάσπης βροχής και τεχνητού καπνού. Ο Scott εκτός από την ζοφερή εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει για το μέλλον εξοικονομούσε και χρήματα και έκρυβε τις “τρύπες” μέσα στο σκοτάδι και στον καπνό. Οι εργαζόμενοι τις ταινίας ήταν δακτυλοδεικτούμενοι και αντικείμενο εμπαιγμού από τα γύρο πλατό των άλλων ταινιών, γιατί κυκλοφορούσαν σαν ανθρακωρύχοι στο τέλος των γυρισμάτων που πάντα ήταν ξημερώματα.
Επιπρόσθετα ο Scott δεν ήταν ικανοποιημένος με το ότι δεν μπορούσε να εργαστεί με τους Άγγλους συνεργάτες του και ξέμεινε με τους Αμερικάνους, φέρνοντας τους στα άκρα με τις απαιτήσεις του.
Άπειρα retakes στα γυρίσματα και κόλλημα σε λεπτομέρειες του τύπου θέλω “100 κούπες για καφέ να επιλέξω την σωστή και χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις” είχαν σαν αποτέλεσμα να ακουστούν φοβεροί διάλογοι με τον σκηνοθέτη να βαριέται να  δίνει εξηγήσεις για τα πάντα (“Don't rationalize with me” ήταν η φράση που τέλειωσε άδοξα έναν από τους διαλόγους με τον art director). Από τη άλλη μεριά όμως ήταν όλοι εξαιρετικά ταλαντούχοι (άλλη μια μνεία πρέπει να γίνει και στο διευθυντή φωτογραφίας που υπέμεινε όλα αυτά τα καπρίτσια έχοντας, μη διεγνωσμένο parkinson) και στο τέλος, το αποτέλεσμα δικαίωσε τις επιλογές.
 
Τα προβλήματα δεν είχαν τελειωμό, έγιναν αρκετές παρεξηγήσεις καθ’ όλη την διάρκεια της παραγωγής, από την αλλαγή του αρχικού σεναριογράφου-παραγωγού της ταινίας (γιατί ξέχναγε ότι η ταινία είναι του Scott), την δυσαρέσκεια του Harrison Ford (είχε μάθει στα νταντέματα του Spielberg), την απειρία της Sean Young να διαχειριστεί τη βαρβαρότητα και την απολυταρχία του σκηνοθέτη (με τον Ford να προσπαθεί να της δώσει ένα οδηγό επιβίωσης), έως τις αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο σενάριο, ακόμα και από τους ηθοποιούς (Rutger Hauer).

Και όμως, αν δει κάποιος το ντοκιμαντέρ για το Blade Runner, Dangerous Days, δεν θα ακούσει να κατηγορεί κανείς, κανέναν και στο τέλος, όλοι παραδέχονται ότι τα πάντα έγιναν όπως έπρεπε. Αξιοθαύμαστο κατά την γνώμη μου.

Θα πάρει πολλές σελίδες, αν μπεις στη διαδικασία να γράψεις για το τι έγινε στα γυρίσματα της ταινίας. Από τις λεπτομέρειες που κόστιζαν χρόνο και χρήμα μέχρι το χτίσιμο των κτιρίων.
Εικαστικά λοιπόν, η ταινία είναι δουλεμένη σχολαστικά. 
Από εκεί και πέρα όμως τι; 
Σε ένα ποιο σημαντικό επίπεδο, η ταινία θέτει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση. 
Ένα ρομπότ θα έχει ποτέ το δικαίωμα να μάθει τον έρωτα; 
Να αγαπήσει την ποίηση, να απαγγέλλει Tolkien (όπως κάνει ο Rutger Hauer σε μια σκηνή) ή να μάθει την αξία της ζωής; 

Και αν ναι, ποια είναι η πραγματική φύση του ανθρώπου τελικά; Είναι τόσο σημαντικές οι αναμνήσεις που ακόμα και φυτεμένες μπορούν να αποτελέσουν βιωματική-συναισθηματική εμπειρία;
Μπορεί να επεκταθεί η αλληλουχία των ερωτήσεων και να δημιουργηθούν και άλλες ,για την μοναχική φύση του ανθρώπου, τη δημιουργία… 
Όμως δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού στο Blade Runner και θα ήταν άδικο να πέσουμε σε αυτή τη παγίδα σε τούτη τη παρουσίαση. Υπάρχουν προτάσεις και ο θεατής επιλέγει. 
Εκεί είναι η ψυχή της ταινίας και όπως κάθε μεγάλης ταινίας.

MaNNi



Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

RaShoMoN (1950)




Plot: Ένα αποτρόπαιο έγκλημα και τα επακόλουθα του εξιστορούνται από διαφορετικές οπτικές γωνίες

A.K.A. / Η Γκέισα κι ο Σαμουράι (Gre)
Dir / Akira Kurosawa
Act / Toshiro Mifune, Machiko Kyo, Masayuki Mori, Takashi Shimura, Minoru Chiaki, Kichjiro Ueda




ίναι τρομακτικό! Αν οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αυτή η γη δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια κόλαση"!  Λόγια ενός από τους χαρακτήρες της ταινίας απευθυνόμενος προς τους δύο συνομιλητές του.
"Rashomon" στα Ιαπωνικά δεν σημαίνει τίποτα άλλο από "Πύλες της Κολάσεως". 
Κεντρικό θέμα στο φιλμ του Kurosawa αποτελεί η πάλη του ανθρώπου ανάμεσα σε ότι θεωρεί ηθικές καταβολές του μέσα στο κοινωνικό του γίγνεσθαι και στην ιδιοτελή του φύση. 
Μπορεί τελικά ένα ανθρώπινο ον να υπερκεράσει το βουνό της ιδιοτέλειας του προς χάριν ενός γενικότερου καλού η όπως στην περίπτωση μας, της ίδιας της αλήθειας; 
Αυτό είναι το ερώτημα το οποίο θέτει ο Ασιάτης δημιουργός στον θεατή και με αφορμή μια δολοφονία χτίζει από τα θεμέλια τα επιχειρήματα του.
Τέσσερις άνθρωποι και ισάριθμες διαφορετικές μαρτυρίες σχετικά με το ίδιο γεγονός. Ένα δικαστήριο που στήνεται κοντά στον τόπο του εγκλήματος, με τον Kurosawa να χρησιμοποιεί υποκειμενικά πλάνα, θέτοντας τον θεατή στη θέση του δικαστή, ο οποίος πλέον με αυτή την ιδιότητα προσπαθεί να ακολουθήσει τον μίτο της Αριάδνης για να χαθεί τελικά ακόμη περισσότερο στον λαβύρινθο, των αντικρουόμενων μαρτυριών. 

Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται ο μεγάλος Ιάπωνας έχει ταλαιπωρήσει αιώνες τώρα τον φιλοσοφικό αλλά και λογοτεχνικό κόσμο.
Ο Albert Camus αφιέρωσε ολόκληρο το βιβλίο του " Η Πτώση"  (La Chute) στην παραδοχή πως τελικώς το ανθρώπινο ον είναι προγραμματισμένο να δρα ιδιοτελώς. 
Φυσικά ο Camus εμβαθύνει, μέσω του κεντρικού του ήρωα Jean Batiste, ακόμη περισσότερο στο ζήτημα, αναγνωρίζοντας πως πολλές φορές το προσωπικό συμφέρον συμπλέει με την επικρατούσα "νόρμα" δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ψευδαισθήσεις του ηθικά καλού... 

Η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι ανώτερο από την ταπεινή του φύση, είτε πρόκειται για κάποιο αρχιτέκτονα του σύμπαντος, είτε για την πίστη σε μια υπέρ-ηθική που ξεπερνά τις αδυναμίες και τα ένστικτα, ιδιότητες που προσπάθησε άλλωστε να δώσει και ο Πλάτωνας στον Φιλόσοφο - Βασιλιά στην "Πολιτεία", φαίνεται να αποτελεί φυσική ροπή της "ψυχής" ώστε να μην καταρρεύσει υπό το βάρος της ματαιότητας. 
Τελικά αυτό που μένει από το "Rashomon"  δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διατήρηση της πίστης μέσα από την ελπίδα πως οι επόμενες γενεές θα γαλουχηθούν με ανώτερα πρότυπα. Ένα νεογέννητο μωρό που κλαίει αποτελεί πάντα μια καλή πρώτη ύλη για λάξευση ώστε να ξεπεράσει τον δικό μας 
ουρανό με το πεπερασμένο ύψος.

Στηριγμένο σε δύο διηγήματα του Ιάπωνα συγγραφέα Ryonosuke Akutagawa (Rashomon-1915, In a Grove-1922) το έργο του Kurosawa χωρίς τεχνικούς εντυπωσιασμούς μας παίρνει από το χέρι για να μας οδηγήσει στα άδυτα της ανθρώπινης υπόστασης. 
Τελικά το ειδεχθές τόσο για τον Kurosawa, όσο για τους αφηγητές - χαρακτήρες όσο και για τον θεατή - δικαστή, δεν είναι το έγκλημα αυτό καθ' εαυτό αλλά η "αποκάλυψη" των αρχέγονων και ζωωδών ενστίκτων του ανθρώπου, τα οποία όχι μόνο δεν έχουν εκλείψει αλλά παραμένοντας καλά κρυμμένα στην μαγνητοταινία του ασυνείδητου, κινούν όλο του, το "είναι".
Τι θα ήταν λοιπόν η ζωή χωρίς την ελπίδα πως ο άνθρωπος είναι κατά βάση "καλός" ; 
"Κόλαση" όπως λέει και στο τέλος ο ιερέας; 
Ίσως όχι ακριβώς κόλαση, αλλά λίγο πριν την κόλαση. 
Στις πύλες της... 
Στο Rashomon...

4,1 / 5

Alternative Title: The Cry of Mankind
Alternative Soundtrack: Yearning the Seeds of a New Dimension / In the Woods
Tags: Camus, Ιδιοτέλεια, Πίστη, Κόλαση, Ελπίδα, Δικαστήριο
Απευθύνεται: 1. Σε Art-Cinema Freaks 2. Σε λάτρεις του Sushi 3. Σε καταθλιπτικούς οπαδούς του Schopenhauer 4. Στον Κωνσταντίνο Κατακουζηνό

PieRRot Le Fou



Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

ThE RaiD 2 : BeRaNDaL (2014)



Plot: Λίγο καιρό μετά την πρώτη επιδρομή ο Rama αναλαμβάνει την αποστολή να πάει ως μυστικός στους κακοποιούς της Τζακάρτα με απώτερο σκοπό να καταστρέψει το συνδικάτο και παράλληλα να ξεσκεπάσει τη διαφθορά μέσα στο αστυνομικό σώμα.

A.K.A / Επιχείρηση: Χάος 2 (Gre)
Dir / Gareth Evans
Act / Iko Uwais, Arifin Putra, Tio Pakusodewo, Oka Antara, Jullie Estelle, Alex Abbad




Πρώτο sequel της πολύ επιτυχημένης (Ινδονησιακής παραγωγής) ταινίας του Gareth Evans, το
“The Raid 2:Berandal” συνεχίζει στην ίδια ευθεία νοητή ιστορική γραμμή, με τον ήρωά  μας να κλιμακώνει τον αγώνα του, εναντίον του εγκλήματος ενώ πλέον στο παιχνίδι εμπλέκονται όχι μόνο «βρώμικοι μπάτσοι» αλλά και πολιτικά πρόσωπα  …

Το "The Raid : Redemption" (Serbuan Maut) είχε δημιουργήσει αυξημένες προσδοκίες, και όμως οι συντελεστές τις ταινίας όχι μόνο στέκονται στο ύψος των απαιτήσεων αλλά προχωράνε και ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας μια ταινία που κάνει τους οπαδούς των ταινιών δράσης να νοιώθουν ότι τα Χριστούγεννα ήρθαν πιο νωρίς.
 Τα πράγματα που κυλάνε ρολόι από την πρώτη ταινία συνεχίζουν και εδώ δίνουν το παρών. 
Πρώτα από όλα οι χορογραφίες για άλλη μια φορά είναι φροντισμένες όσο δεν πάει. Ο Gareth Evans χτίζει τους χαρακτήρες του συνοπτικά αλλά σε καμιά περίπτωση διεκπεραιωτικά και το exposition είναι στην ίδια λογική και αυτό, όπως αρμόζει σε μια τέτοιου είδους ταινία, υποστηριζόμενο από αξιοπρεπείς και πιστευτές ερμηνείες.


Στο Raid 2 απλά η παραγωγή είναι μεγαλύτερη και η πλοκή έχει την δομή και την λογική κλασσικών ταινιών μαφίας όπου αν έβαζες στη θέση των πολεμικών τεχνών περίστροφα θα μπορούσε άνετα να ήταν μια ταινία του παλιού καλού John Woo.
 Οι Αμερικάνοι το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να κρατήσουν σημειώσεις για το χτίσιμο και την παραγωγή της ταινίας όπως και για το τι εστί sequel
Για να κάνουν κάτι αντίστοιχο στο μαγικό κόσμο του Holywood θα έπρεπε να ξοδέψουν πάνω από 100.000.000 ντόλαρς και στο τέλος να αναγκαστούν να κόψουν το αίμα, βία και να ακούσουν τις συμβουλές του executive του studio που θέλει να λέει «αντρικές» ατάκες ο πρωταγωνιστής (αλλά να μη βρίζει κιόλας)… ε δεν κάνεις δουλειά έτσι. 

Άσε που δεν θα έβρισκαν κανένα γνωστό ηθοποιό με τις απαραίτητες αθλητικές ικανότητες (όχι, σε έξι μήνες προπαραγωγής δεν γίνεσαι ούτε Yayan Ruhian ούτε Iko Uwais.

           4.0 / 5

Alternative title : Raid 2: We Have More Money to Spend On.
Alternative soundtrack:Hell Awaits - Slayer
Tags: Action, Overkill, Death, Blood, Violence, Action, Blood, Action.


 MaNNi



Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

My CoUsiN ViNNy (1992)



Plot: Δυο Νεουορκέζοι κατηγορούνται για φόνο σε μια αγροτική περιοχή της Αλαμπάμα ενώ βρίσκονται στο ταξίδι της επιστροφής τους προς το κολέγιο για να συνεχίζουν τις σπουδές τους. Έτσι κάποιος ξάδερφος του ενός από τους δύο, ένας άπειρος, φωνακλάς δικηγόρος ασυνήθιστος στους κανόνες και τους τρόπους του νότου, πηγαίνει για να τους υπερασπιστεί.

A.K.A. / Το Ξαδελφάκι μου ο Βίνι (Gre)
Dir / Jonathan Lynn
Act / Joe Pesci, Marisa Tomei, Ralph Macchio, Mitchell Whitfield, Fred Gwynne, Lane Smith


Ναι το ομολογώ! 
Είμαι μανιακός με τις ταινίες που έχουν ως κεντρικό θέμα δικαστικές διαμάχες. Αυτό που λέμε και στα μέρη μου “Courtroom Drama”. Έχω σχεδόν δει οτιδήποτε υπάρχει εκεί έξω σχετικό με το μικρό μου φετίχ. Μέχρι που έφτασα τελευταία να βλέπω και τη μαλακισμένη σειρά που λέγεται “Suits” και η οποία στο δεύτερο της κύκλο καταλήγει να μοιάζει με τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χίλς» μετά τις αλλαξοκωλιές των βασικών πρωταγωνιστών (Η Μπρέντα πήδηξε τον Μπράντον που πηδούσε την Κέλλυ, που γούσταρε τον Ντίλαν που πηδούσε ότι ανέπνεε…και πάει λέγοντας). Όταν λοιπόν φτάνεις στο σημείο για να πάρεις τη δόση σου, να παρακολουθείς σαπουνόπερες καταλαβαίνεις σύντροφε τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του Τρελοπιερότου.
Το «My Cousin Vinny” σίγουρα δεν είναι του επιπέδου των τιτάνων του είδους, όπως λόγου χάρη του «12 Angry men” αλλά του αξίζει μια ειδική μνεία. Ο σκηνοθέτης Jonathan Lynn έχει πτυχίο στα νομικά και έτσι υπό την επίβλεψη του, το φιλμ είναι απολύτως αληθοφανές.
Σίγουρα επίσης υπάρχει μέσα στον πυρήνα της ταινίας η σάπια μυρωδιά της δεκαετίας του ’90 που σου γαργαλάει με νοσταλγικό τρόπο τη μύτη, όπως θα συνέβαινε με το χυμό «Φλώρινα» τα Δρακουλίνια, τον κώλο της δεσποινίδος Σιμένα, τα στητά βυζάκια της Laura Ingalls Wilder από το «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι» και όποια άλλη μαλακία αγαπούσες μικρούλης, πριν ακόμη χαθείς στα ονειρικά μονοπάτια του έρωτα παρέα με την πρώτη σου μεγάλη αγάπη (και παντοτινή) που δεν ήταν άλλη από τη δεξιά σου παλάμη.
Η ιστορία ξεκινάει με τη σύλληψη του μαλάκα του Ralph “Karate Kid” Macchio και του φίλου του, τον οποίο υποδύεται ο Mitchell Whitfield, για τη δολοφονία ενός μαγαζάτορα σε κάποιο κωλομάγαζο της Alabama.
Επειδή όμως λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα για να προσλάβουν κάποιον αξιοπρεπή δικηγόρο, η μάνα του Bill Gambini (Karate Kid) ρίχνει στο τραπέζι το όνομα του Cousin Vinny.
Έτσι λοιπόν καταφθάνει στο νότο ο Vinny με το γκομενάκι του Mona Lisa Vito για να τους υπερασπιστεί. Ο Joe Pesci που υποδύεται τον Vinny είναι τρελή μπουγελόφατσα και τεράστιος κωμικός. Η Marisa Tomei γαμάει μόνο που υπάρχει. Είναι λες και έχει βγει από βίντεοκλιπ των Motley Crue και είναι η ιδανική γυναίκα για τον Pesci.

Ο Vinny λοιπόν αφού παλεύει με την ανικανότητα του, ξεκινά να μαζεύει στοιχεία για να σώσει το ξαδερφάκι του και το μαλάκα το φίλο του.
Κανονικά τώρα που το σκέφτομαι τον πανίβλάκα τον Macchio θα έπρεπε να τον αφήσει να σαπίσει στις φυλακές της Alabama η ακόμη και να καβαλήσει την αστραπή πάνω στην ηλεκτρική καρέκλα, μόνο και μόνο για το ρόλο του ως μαθητής του Miyagi (Καταραμένε Pat Morita!). Δε γαμιέται όμως.
Πάντως το εντελώς άκυρο στην ταινία είναι ότι δεν εμφανίζεται κανένας από τις οικογένειες των δυο κατηγορουμένων στην Alabama. Τι στο καλό συμβαίνει τέλος πάντων στα μυαλά των ρεπουμπλικάνων; Είναι δυνατόν ο γιός σου να κινδυνεύει με ισόβια κάθειρξη η ακόμη και εκτέλεση και εσύ να τρως ήρεμος Marshmallows στο σπίτι σου στο New York; 
Φαντάζομαι τη στιγμή που ο Bill Gambini ανακοινώνει στη μάνα του ότι βρίσκεται στην ψειρού με το φίλο του και μερικούς μαύρους με πούτσες στο μέγεθος της Νιγηρίας, αυτή να κλείνει το τηλέφωνο και να ακούγεται η φωνή του πατέρα από το μέσα δωμάτιο «Ποιος ήταν αγάπη μου»; Και να απαντάει η μάνα «Ο γιόκας σου, ήταν. Είναι στη φυλακή με το φίλο του κατηγορούμενος για δολοφονία. Α και πριν από αυτόν τηλεφώνησε ο Dean. Μας περιμένει με την Christie σε μισή ώρα στο σπίτι τους για Barbecue. Μωρό μου τι να φορέσω»;
Γαμώ τον Bush, τον Nixon και τα Burger King! Αμερικάνικες οικογένειες! Πφφφφ. Ας το κλείσουμε  όμως γιατί παρασύρομαι και γράφω πίπες.
Όπως και να έχει το «My Cousin Vinny” είναι μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα, έως πολύ ευχάριστα εάν γουστάρεις “Law Movies”.
Οπότε πήγαινε στο κοντινότερο Broadcast Store κάνε κωλοδάχτυλο στον υπάλληλο και μετά κατέβασε το ταινιόνι από το Pirate Bay η το Isohunt. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι η πειρατεία σκοτώνει τον κεφαλαιοκράτη.
Just Kidding…
2.8 / 5
Alternative Title: Sweet Court of Alabama
Alternative Soundtrack: Free Bird - Lynyrd Skynyrd 
Tags: Suits, Miyagi, Law, Νιγηρία, Δρακουλίνια, Ρεπουμπλικάνοι
Σου Άρεσε: Νοσταλγός του Rock n' Roll, των '90s και γενικά ένα παλιοτόμαρο του κερατά. Επίσης μας τα έχεις κάνει πατάτες Νευροκοπίου με την αγάπη σου για τον Grisham και ότι μαλακία έχει να κάνει με δικαστήρια. Ψόφα. Στην τελική αν ψήνεσαι τόσο για Courtroom Drama's, πήγαινε και σκότωσε ένα ανυποψίαστο παιδάκι στη παιδική χαρά της γειτονίας σου και ύστερα προσέλαβε τον Κούγια να σε υπερασπιστεί. Εάν κερδίσεις τη δίκη αυτοκτόνησε όσο πιο γρήγορα γίνεται, εάν χάσεις πάρε μαζί σου γλυκερίνη για αρχή και δώσε μερικά φράγκα για λεύκανση κωλοτρυπίδας. Nobody Likes it Dirty even the Albanian Convicts…
Δεν σου Άρεσε: Κοίτα. Θα μπορούσα να δικαιολογήσω μια απέχθεια για κάποιο Art Film που έχω υμνήσει. Παρόλα αυτά το «My Cousin Vinny” έχει ότι ποθεί ένας κάγκουρας σαν και εσένα. Τον “Karate Kid” για πρωταγωνιστή, το μωράκι που ακούει στο όνομα Marisa Tomei σε κοντινά πλάνα η ακόμη και την ασχημόφατσα του Joe Pesci που μοιάζει με μανάβη από το Μενίδι και που σου θυμίζει τον πιο όμορφο άντρα που έχει βγάλει η οικογένεια σου, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον θείο σου τον Κώστα που τον τελευταίο καιρό έκλεισε το κρεοπωλείο και πλέον βγάζει το ψωμί του κάνοντας πιάτσα ως αποτυχημένο τραβεστί με το όνομα Ursula στα σοκάκια της Συγγρού.
Το γεγονός λοιπόν ότι δεν σου άρεσε η ταινία μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει και το οποίο εξηγείται με δύο εύηχες λεξούλες: ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN!!!
 Κάνε μας λοιπόν τη χάρη και μην ξανασχοληθείς με τον κινηματογράφο. Το μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς είναι μια χαρά σημείο για να ξεδιπλώσεις την κουλτούρα σου. Παλιοχλεμπούρι….
Απευθύνεται: 1. Σε νοσταλγούς των ‘90s 2. Σε όσους έβλεπαν “Disney Club” για να μπανίσουν την Καρολίνα όταν έσκυβε για να μαζέψει το τόπι, δίπλα από το Λυκούργο 3. Στο Λυκούργο 4. Σε περιθωριακούς που έχουν για καλύτερο τους φίλο, ένα μπουκάλι "Absolut” 5. Σε εμένα.

PieRRot Le Fou



Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

El LaBeRiNTo DeL FauNO (2006)

Plot: Στη φασιστική Ισπανία το 1944 η θετή κόρη ενός σαδιστή αξιωματικού του στρατού δραπετεύει σε έναν αλλόκοτο αλλά σαγηνευτικό φανταστικό κόσμο. 


A.K.A. / Pan's Labyrinth (Eng) , Ο Λαβύρινθος του Πάνα (Gre)
Dir / Guillermo Del Toro
Act / Ivana Baquero, Sergi Lopez, Maribel Verdu, Doug Jones, Ariadna Gil, Alex Angulo

Ταινία με το μισό της concept ταγμένο στο χώρο του φανταστικού και τοποθετημένη στην Ισπανία του Φράνκο προς το τέλος του WWII κάπου στα 1944. Την είδα για δεύτερη φορά πριν από κάποιες ημέρες σε ένα θερινό σινεμαδάκι και είπα να πάρω μια κόλλα χαρτί και να τη γεμίσω με τα υπέροχα γραμματάκια μου. 
Οι κτηνωδίες των Ισπανών φασιστών μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, που ως άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, βρίσκει έξοδο διαφυγής από την παρανοϊκή πραγματικότητα που βιώνει, κατασκευάζοντας ένα φανταστικό κόσμο, με σύντροφο ένα Φαύνο. 
Αν αναλύσεις βέβαια με ορθολογικά κριτήρια την όλη φάση, τότε γίνεται πεντακάθαρο στο μυαλό σου, πως το καημένο το παιδί, ταλαιπωρείται από OCD και σχιζοφρένεια. Παρόλα αυτά  συμπάσχεις μαζί του, διότι κατανοείς τη θέση του σκεπτόμενος με τρόμο την περίπτωση η μάνα σου να πηδιόταν με τον Μιχαλολιάκο όταν ήσουν πιτσιρίκι. Το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν οι αυτοκτονικές σκέψεις να γαργαλούσαν γλυκά, γλυκά σαν πεταλούδες του Αμαζονίου το παιδικό σου μυαλουδάκι. Πόσο μάλλον αν θα έπρεπε να τον αποκαλείς και "μπαμπά" 
(Jesus Christ and Holy Mary!).
Οπότε ας γαμήσουμε τον ορθολογισμό και όλη τη σχετική φιλοσοφία (μαζί με την περούκα τον Leibniz) και ας συνεχίσουμε το σοβαρό μας πόνημα. 

Η ηρωίδα της ταινίας, η μικρή Οφηλία βλέπει ένα μεγάλο ακριδοτζίτζικα ο οποίος αφού της κάνει τα βυζιά πεπόνια ακολουθώντας τη συνέχεια, τελικά την οδηγεί στον Φαύνο που λέγαμε πριν. Αυτός της "αποκαλύπτει"ότι στην πραγματικότητα δεν είναι απλά ένα θνητό μούλικο, αλλά πριγκίπισσα και κόρη του βασιλιά του κάτω κόσμου. Εκεί αρχικά μουδιάζεις γιατί είσαι σίγουρος ότι ο τραγοπόδαρος της αραδιάζει μαλακίες για να την πηδήξει, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι εννοεί τις παπαριές που λέει. Έτσι η ιστορία συνεχίζεται με την Οφηλία να ακολουθεί τις εντολές του Φαύνου ενώ παράλληλα στον πραγματικό κόσμο οι υπόλοιποι σφάζονται. 
O Guillermo del Toro είναι ψυχάκιας και μεγάλος μάστορας. Την ιδέα για την ταινία την πήρε από τα προσωπικά του σημειωματάρια τα οποία συμπληρώνει για είκοσι χρόνια με αρρωστημένες σκέψεις, με τη μορφή φθόγγων και γραμμάτων. Κρίμα που ο Lord Peter Jackson του έκανε τα αρχίδια αερόστατα και τελικά δεν σκηνοθέτησε το Hobbit. 
Εν κατακλείδι, αν προσπεράσουμε το γεγονός πως οι χαρακτήρες του Del Toro δεν έχουν ούτε μια στάλα γκρίζου, τασσόμενοι σε δύο επιτηδευμένα ξεχωριστά στρατόπεδα, τότε είμαστε OK. Ωραία ταινία, καλογυρισμένη, παραμυθένια, με τις ελλείψεις της βέβαια αλλά...ουδείς αναμάρτητος.
3.3 / 5
Alternative Title: Ofelia's Choice
Alternative Soundtrack: Satyros - Faun
Tags: Σχιζοφρένεια, Hobbit, Leibniz, Μιχαλολιάκος, Φράνκο, Αερόστατα
Σου Άρεσε: Προφανώς παιδί με ιδιαίτερες ευαισθησίες, κατά πάσα πιθανότατα προερχόμενο από προβληματική οικογένεια, που ως πιτσιρίκι το είχες ρίξει στο διάβασμα παραμυθιών και κόμικ. Προτείνεις την ταινία σε όποιον γνωρίζεις όπως άλλωστε κάνεις και για το "Big Fish" η οτιδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει ο ψυχικά ανισόρροπος Tim Burton. 

Δεν σου Άρεσε: Η αρχική σου εκτίμηση πως η ταινία που θα παρακολουθούσες θα περιείχε μάγους, ξωτικά, δράκους η κάνα απλό cyborg εξατμίστηκε στο πρώτο δεκάλεπτο της. Η γκόμενα σου δίπλα έδειχνε να γουστάρει, οπότε κι εσύ χασμουριώσουν στα κρυφά, ενώ τον πήρες για λίγο προς το μέσον της ταινίας χωρίς να σε αντιληφθεί. Η ιδέα να φύγεις τρέχοντας και να πας για σφηνάκια με τους κολλητούς σου, είναι η δυνατότερη ανάμνηση που έχεις από το δίωρο που την παρακολούθησες. 
Απευθύνεται: 1. Σε άνδρες που τους στενεύουν τα strings 2.Σε Hipsters 3. Σε λάτρεις της Ισπανικής κουλτούρας 4. Σε έφηβους Gay 5. Σε γκόμενες που έχουν χτυπήσει Tattoo τσιτάτα του Exupery από τον μικρό πρίγκηπα και τέλος (6) σε αυτούς που έχουν κρεμασμένη ονειροπαγίδα δίπλα στο κρεβάτι τους, παρότι έχουν πατήσει τα -άντα και σκέφτονται ήδη τα πρώτα τους Botox.

PieRRot Le Fou